like

like
.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΛΟΙΠΟΝ

                        Τα «χρόνια πολλά» του πρέσβη



Τα Χριστούγεννα θεωρούνται παραδοσιακά  μία καλή ευκαιρία για να στοχασθεί κανείς πάνω  στο μυστήριο αυτού που οι άνθρωποι ονομάζουν «ο χρόνος». Πού ξέρεις, όλο και κάτι ωραίο θα βρεις, όλο και κάτι θα θυμηθείς…   

Σχεδόν παιδιάστικη ήταν, λοιπόν, η χαρά που ένοιωσα ανατρέχοντας στα βάθη των παλιών, κιτρινισμένων από τον καπνό ντοσιέ μου, εξετάζοντας και ξεφυλλίζοντας με τεμπέλικη ηδύτητα, αυτό που κάθε φιλότιμος συντάκτης αποκαλεί μισό σεμνά - μισό περήφανα, «αρχείο του». Συγκλονιστικές φωτογραφίες από διεθνή πρακτορεία, εντυπωσιακοί τίτλοι, μικρές διεθνείς ειδήσεις, πρόσωπα της χρονιάς, αφιερώματα, σημειώσεις με μολύβι, κομμένα τετρασέλιδα από περιοδικά, συνεντεύξεις, άνθρωποι.

Πέραν της χαράς και έκπληξης που διαχρονικά προκαλεί η διαπίστωση πως το ταπεινό σου αρχείο έχει αποκτήσει έναν αξιοπρεπή όγκο, στην πραγματικότητα αυτή τη φορά γνώριζα καλά τι έψαχνα – και τελικώς το βρήκα, στην τελευταία σελίδα του τρίτου ντοσιέ:  

Ξαναδιάβαζα, αργά-αργά, καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, τον «Αποχαιρετισμό στην Ελλάδα»*, μία επιστολή που είχε συζητηθεί – θυμάμαι - αρκετά στον εγχώριο Τύπο, όταν είχε δημοσιευθεί, πρίν από τέσσερα ακριβώς χρόνια, παραμονές Πρωτοχρονιάς: ήταν η αποχαιρετιστήρια επιστολή του τότε Βρετανού πρέσβη, Σάιμον Γκας, ο οποίος μαζί με την σύζυγό του εγκατέλειπαν την Αθήνα, «μετά από οκτώ ευτυχισμένα χρόνια», καθώς είχε ήδη έτοιμες τις βαλίτσες του για τον επόμενο σταθμό της διπλωματικής  του καριέρας. 

«
Αλλες χώρες μπορούν να σε κάνουν να ανακαλύψεις έθιμα, παραδόσεις ή τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει ένα  πιο σκληρό δώρο: να ανακαλύψεις τον εαυτό σου
», άρχιζε την επιστολή του ο Γκας, υιοθετώντας την παλαιά ρήση του Βρετανού συγγραφέα, Λώρενς Ντάρελ.  Ο Γκας, πολυταξιδεμένος και εγγράμματος διπλωμάτης καριέρας, με την επιστολή του προς τις κυριακάτικες εφημερίδες της χώρας ήθελε να στείλει τον δικό του, προσωπικό αποχαιρετισμό προς την Ελλάδα και τους ανθρώπους της – ιδίως αυτούς.

«Οι ζουλού λένε πως οι άνθρωποι είναι άνθρωποι μέσα από άλλους ανθρώπους…  Η Ελλάδα δεν θα σήμαινε τόσα πολλά για εμάς, αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που γνωρίσαμε εδώ» αναφέρει, κάνοντας μάλιστα ειδική αναφορά στην «γιαγιά που μας φίλεψε ροδάκινα απ’ το καλάθι της όταν χάλασε το αυτοκίνητο της παρέας μας, στη Θεσσαλία» ή στον «ταξιτζή που όταν ο γιος μου έκανε εμετό μέσα στο αμάξι του, εκείνος ρωτούσε ανήσυχος εάν είναι καλά το παιδί» ή, τέλος, «στους προσωπικούς δεσμούς, την αληθινή φιλία, το ταλέντο και το πάθος των Ελλήνων για δημιουργία και ελευθερία του λόγου…».

«Η Ελλάδα ήταν καλή μαζί μας. Μας χάρισε τον πρώτο μας γιο, που γεννήθηκε εδώ πριν από 23 χρόνια… Μας χάρισε πολλούς φίλους. Μας χάρισε πολλές στιγμές ευτυχίας. Και ποτέ, μα ποτέ δεν μας άφησε να πλήξουμε».

Τέτοια είναι η θέρμη με την οποία θυμάται την Ελλάδα ο Βρετανός διπλωμάτης, ώστε μας αποχαιρετά ως εξής :

«Η Μαριάν και εγώ αισθανόμαστε τεράστια τρυφερότητα, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό για μια χώρα που μας φέρθηκε τόσο καλά. Οπωσδήποτε θα ξαναέλθουμε…». 

Λίγες γραμμές πιο πάνω, ο Γκας παραθέτει από την «Ιθάκη» του Καβάφη:

«
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένες πρωτοϊδωμένους
»

-  μα, δεν θα είναι Ελλάδα (…).  
 
*ολόκληρη η επιστολή, εδώ:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_9_28/12/2008_297484
                                                                             
                              «Η αγάπη χρηστεύεται»

 

Οι περαστικοί στην Αχαρνών ήταν τυλιγμένοι στα μπουφάν τους και περπάταγαν βιαστικά, προσπαθώντας να φυλαχθούν από το τσουχτερό κρύο και τις μικρές μα παγωμένες ψιχάλες, που έπεφταν εδώ και λίγο, καθώς το απόγευμα έδινε βιαίως την θέση του στη νύχτα, κι εγώ, με τους κλασικούς μου ελιγμούς ανάμεσα στα αυτοκίνητα έμπαινα τελικώς στον περίβολο της εκκλησίας για να συναντήσω τον πατέρα Ιωάννη.

«Σε εμάς, στην πολυκατοικία, δεν έχουν ανοίξει τα καλοριφέρ, και δεν θα τα ανοίξουν καθόλου, λένε», μου ανακοίνωσε - με εκείνη την παράξενη αγνότητα στο βλέμμα του – ο ιερέας, με τον οποίον, από καιρού εις καιρόν, μιλάμε και ανταλλάσσουμε φιλοσοφικές και θεολογικές απόψεις και θέσεις. «Ένα ζευγάρι έχει δυο μωρά, νεογέννητα, και ο πατέρας τους προ ημερών ήλθε στα χέρια με τον διαχειριστή …», πρόσθεσε, με μάτια απορημένα και τρομοκρατημένα συνάμα, πάντοτε υγρά από την σκληρότητα του κόσμου γύρω του.

Έχει έναν τρόπο να σε κοιτά, βαθιά μες τα μάτια, σαν να αντικρύζει  ή να ακούει το κάθε τι για πρώτη φορά στη ζωή του, σαν να περνά κάθε στιγμή, την ευγενική δοκιμασία του να προσδίδει αγνότητα και «παρθενία» στα πάντα γύρω του. «Τι θα έκανε ο Χριστός μας σε μια τέτοια κατάσταση – πάντοτε αυτό να διερωτάσαι και θα έχεις την απάντηση», μου υπενθυμίζει κάθε φορά, πιάνοντάς μου σταθερά τον ώμο, ελάχιστα προτού, με μια πάντα ζωηρή, αλέγκρα μεταβολή κατευθυνθεί με χαρά προς το ημι-υπόγειο, πνευματικό και κατηχητικό κέντρο του Ναού.

Εκείνη την ημέρα, μονάχα ένα πράγμα είχα στο νου μου ως θέμα συζήτησης, από το προηγούμενο κιόλας βράδυ: την «παραβολή του Λαζάρου», και το ουσιαστικό της δίδαγμα, ιδίως στις δύσκολες ημέρες που διανύουμε, με τους ανθρώπους συχνά να χάνουν την ελπίδα τους και να αντικρύζουν το χάος: στην μικρή – όπως όλες οι παραβολές - ιστορία, ο Λάζαρος είναι ένας πάμφτωχος, ρακένδυτος ζητιάνος, ο οποίος κάθε ημέρα επιζητεί καρτερικά την ελεημοσύνη του «πλουσίου». Ο πλούσιος δεν είναι κακός άνθρωπος – αντιθέτως: είναι καλός και συνετός οικογενειάρχης, τυπικός με τα θρησκευτικά και νομικά του καθήκοντα, ένας «νοικοκύρης», όπως θα λέγαμε σήμερα. Ωστόσο, ακριβώς αυτή του η πλήρης αδιαφορία για τον πλησίον του, τον Λάζαρο, είναι το μεγάλο αμάρτημά του, με αποτέλεσμα να χάσει την βασιλεία των ουρανών και την αιώνια λύτρωση της ψυχής του.

«Η αγάπη χρηστεύεται…», μου υπενθύμισε ο Ιωάννης τον περί αγάπης στίχο του Αποστόλου Παύλου.  «Όταν ο άνθρωπος αγαπά, τότε βοηθά, συντρέχει, σπεύδει, σκουπίζει, μαγειρεύει μια σουπίτσα για τον άρρωστο, στέκεται στην ουρά, κουβαλά τα ψώνια, γίνεται χρήσιμος με δυο λόγια… Γίνεται ο ίδιος αγάπη».  



                                    Χριστούγεννα


Δεν είμαι βέβαιος εάν η δική μου προδιάθεση και όσα κουβαλούσα μέσα μου προκάλεσαν τον κάπως αδιάκριτο συνειρμό μου ή αν όντως ανέγνωσα ορθώς την θλίψη στο πρόσωπο της νέας μητέρας - λίγο πριν τα 30.  Κοιτούσε για ώρα την στολισμένη, λαμπερή βιτρίνα με τα παιδικά ρούχα. Όταν την είδα να φέρνει τον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού της χεριου στα δόντια της και να σκύβει το κεφάλι, κάνοντας ευγενικά χώρο στην διπλανή μαμά με τα δύο κοριτσάκια για να μπούνε στο κατάστημα, σαν να διέκρινα την σιωπηλή οδύνη της, την πικρία της για το ότι – πιθανότατα - τα συγκεκριμένα ρούχα ήταν μάλλον απλησίαστα για τις δυνατότητές της. Την είδα να κοντοστέκεται και να βουρκώνει, αρχίζοντας να περπατά αργά, βυθισμένη στις σκέψεις της. 

Ζούμε σε μια σκληρή εποχή – και συχνά, παράξενη. Αλλά, σε τέτοιες εποχές είναι που δίδουμε στα πράγματα την ουσιαστική τους αξία, δεν είναι; και σε τέτοιες εποχές χρειαζόμασθε όσο τίποτε άλλο τα Χριστουγέννα.

Είναι, βλέπετε, η εποχή όπου μετρούμε, σαν αμείλικτη ετήσια συγκομιδή, τους φίλους μας, πόσους έχουμε κοντά μας, και ρητώς ή αρρήτως, την οικογένειά μας. Το πόσο μεγάλη, δεμένη και αγαπημένη είναι. Ή πόσο ψυχραμένη και απομακρυσμένη. Στις διαλυμένες οικογένειες έρχεται μοιραία ο νους μου τις ημέρες των Χριστουγέννων, και τις συντροφεύει. Αυτές συλλογούμαι και σε αυτές εύχομαι το πνεύμα των Χριστουγέννων να τις φέρει πιο κοντά…

 Άλλωστε, εάν το σκεφθούμε, οι γονείς μας τι άλλο είναι παρά μια μεγάλη κιβωτός της αλήθειας μας, που είτε είμαστε κοντά τους είτε όχι, και παρά τις αναποδιές και τις περιπέτειες της ζωής, τους κουβαλούμε διαρκώς μέσα μας, μέχρι το τέλος…

Ένα συγκινητικό, πολύτιμο βιβλίο ανέσυρα από την βιβλιοθήκη μου, αυτές τις ημέρες: «Το βιβλίο της μητέρας μου», του γενννημένου στην Κέρκυρα Εβραίου συγγραφέα, Αλμπέρ Κοέν.

Ο συγγραφέας, κατά σύμπτωση, είχε και εκείνος σημαντική διπλωματική  διαδρομή, επιδεικνύοντας σημαντικό έργο για τους πρόσφυγες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από το Λονδίνο όπου είχε κατορθώσει να διαφύγει, ενώ λίγα χρόνια αργότερα του ανετέθη η εκπόνηση της Διεθνούς Συμφωνίας της 16ης Οκτωβρίου για τους πρόσφυγες.     

Γραμμένο στα 1954, ολόκληρο το βιβλίο (εκδ. Καστανιώτη, 1994) αποτελεί μία εκ βαθέων εξομολόγηση, μία αληθινή υμνολογία του συγγραφέα προς το πρόσωπο της νεκρής μητέρας του, την οποία ενθυμείται  στις πιο απλές, καθημερινές της στιγμές, πάντα με την αχλή της, άδολης και στοργικής, βιβλικής θα έλεγες,  αγάπης της μάνας προς τον μονάκριβο γιο της.

«Κάπου-κάπου πήγαινε στην κουζίνα και με τα χεράκια της, στα οποία έλαμπε μια μεγαλόπρεπη βέρα, ανακάτευε επιδέξια και χαριτωμένα με την ξύλινη κουτάλα της τους κεφτέδες, που σιγόβραζαν στη ρόδινη σάλτσα. Τα παχουλά χεράκια της με τη λεπτή επιδερμίδα – που της τα παίνευα λίγο υποκριτικά και με πολλή αγάπη, γιατί με γοήτευε η απλοϊκή της ευχαρίστηση. Ήταν τόσο επιδέξια στην κουζίνα και τόσο αδέξια σε όλα τα άλλα. Μα στην κουζίνα της, όπου διατηρούσε την κομψότητα μιας περήφανης γηραιάς κυρίας, τι περίφημος και αποφασιστικός καπετάνιος που ήταν! Τα απλοϊκά χτυπήματα της μητέρας μου στην κουζίνα, σοφά χτυπήματα, τρυφερά και χαριτωμένα, χωρίς λόγο, ανώφελα, γεμάτα αγάπη και ικανοποίηση, που εκφράζανε την ψυχική της αγαλλίαση καθώς έβλεπε ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι οι κεφτέδες της είναι τέλειοι και ότι θα άρεσαν στους δύο ανικανοποίητους, ω σοφά και απλοϊκά χτυπήματα της μητέρας μου, που ολομόναχη χαμογελούσε διακριτικά στην κουζίνα της, ανεπιτήδευτα χαριτωμένη και σεμνή, ιδού το μεγαλείο της μητέρας μου», γράφει ο Κοέν, σε ένα καταιγισμό από συναισθήματα αγάπης και ενθύμησης της μητέρας του.

Εάν ήταν ποτέ δυνατόν να μπορούσε να με ακούσει η νεαρή μητέρα που σας προανέφερα, εκείνη η γλυκιά και γεμάτη ζωή μάνα που περιεργαζόταν λυπημένη την ακριβή βιτρίνα της Πατησίων,  μονάχα αυτό θα ήθελα να θυμάται αυτές τις ημέρες : πως η αγάπη είναι ο μεγαλύτερος πλούτος. Κλείνω τα μάτια και την βλέπω να πιάνει από τους ώμους το παιδί της και να του λέει με γελαστά μάτια: «Μπορεί να μην έχουμε τώρα τα χρήματα για να πάρουμε δώρα, αλλά κοίτα, έχουμε ο ένας την αγάπη του άλλου,  το νοιάξιμο και την αγωνία του ενός για τον άλλο, την ανάσα μας και την αγκαλιά μας, και αυτός είναι ο πιο μεγάλος, ο πιο ακριβός πλούτος στον κόσμο».

«Ο καλύτερος τρόπος για να δεις τον Θεό είναι με δάκρυα στα μάτια», μου είχε εκμυστηρευθεί κάποτε, βουρκωμένος, ο πάτερ-Ιωάννης.

Τέλος, θα μπορούσαμε να κλείσουμε το χριστουγεννιάτικο κομμάτι μας, χωρίς αναφορά στα περιώνυμα… καλλικαντζαράκια των Χριστουγέννων…; Α, όλα κι όλα, Χριστούγεννα χωρίς καλλικαντζαράκια δεν γίνονται («Χρωστούγεννα» τα λένε στη γλώσσα τους).


Γεια σου, Αμαλία


Χριστούγεννα, λοιπόν!




Καλά να τα περάσετε, με αυτούς που αγαπάτε,
theio Spyro




Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

                   ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ, ΜΑΣ ΤΡΟΜΑΖΕΙ;

                                             
                                               O ψεύτης χάρτης

 Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Ήμουν ένας άγριος, ο πρίγκηπας Μοντούμπε αφηγείται ένα περιστατικό της ζωής του, από εκείνα που μας αποκαλύπτουν πώς ο κόσμος γύρω μας αλλάζει, πολλές φορές δίχως να μας ρωτάει. Στο χωριό όπου μεγάλωσε, μόλις είχαν φτάσει κάποιοι χάρτες από τη μακρινή Δύση, φρεσκοτυπωμένοι και καλοφυλαγμένοι, ώστε τα παιδιά να διδαχθούν στο σχολείο να τους διαβάζουν και να τους χρησιμοποιούν στη ζωή τους. Ο πρίγκηπας  μελέτησε με αυταπάρνηση και μεγάλη όρεξη τα νέα αποκτήματα του φτωχικού του χωριού.  Ένα μεσημέρι, γύρισε χαρούμενος στο σπίτι, κρατώντας με περηφάνια στα χέρια του το χάρτη ενός ποταμού, στον οποίο επί χρόνια ταξίδευε ο πατέρας του, ως ψαράς και εμπορευόμενος.

 Ο πατέρας του κάθισε με σφιγμένα χείλη σ’ ένα πάγκο της κουζίνας. Κοίταζε ξανά και ξανά αυτό το παράξενο κομμάτι χαρτί. «Ολόκληρη η ιδέα είναι γελοία», αναφώνησε μετά από ώρα. «Αυτός ο χάρτης είναι ψεύτης». Τέλος, κοίταξε βαθιά στα μάτια το γιο του και του είπε, δείχνοντας στον ουρανό με το δάχτυλο: «Μην χαρίζεις την εμπιστοσύνη σου σε πράγματα τόσο ασήμαντα, όσο αυτό το κομμάτι χαρτί». Από τον τόνο της φωνής του, ο Μοντούμπε ένοιωσε πως άθελά του τον είχε προσβάλει βαθιά, και μετά από λίγο είδε ολοκάθαρα το γιατί:

 «Ο πατέρας μου αρνήθηκε να ταυτίσει το ρέμα που είχε διαβεί στο Μπομάκο με τα απλωμένα νερά του τεράστιου δέλτα του Νίγηρα. Οι αποστάσεις μετρημένες σε μίλια δεν είχαν γι’ αυτόν κανένα νόημα… Τα πράγματα που πονάνε κάποιον δεν φαίνονται ποτέ σ’ έναν χάρτη. Η αλήθεια του κάθε τόπου είναι η χαρά και ο πόνος που σου δίνει. Σαρώνοντας με μια ματιά συγκλονιστικές αποστάσεις στο χάρτη, υποτιμούσα τα ταξίδια που είχε μετρήσει με κουρασμένα πόδια. Με τη φλύαρη χαρτοκουβέντα μου, έκανα ασήμαντα τα μακρινά κι εξουθενωτικά ταξίδια του…». 


                                  Κι ύστερα ήρθε το… Ίντερνετ!


Οι δημιουργοί του παγκόσμιου δικτύου του Ίντερνετ World Wide Web (www) γιόρτασαν το 2009 την 20η επέτειο της επινόησής τους στη Γενεύη, την έδρα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικής Έρευνας (CERN) όπου γεννήθηκε το Διαδίκτυο. Το Web επινόησε ο βρετανός επιστήμονας της πληροφορικής σερ Τιμ Μπέρνερς-Λι και συνάδελφοί του στο CERN, με στόχο να επιτρέψουν στους χιλιάδες επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο που συνεργάζονταν στα προγράμματα του CERN να παραμένουν σε επαφή και να μοιράζονται εξ αποστάσεως τα αποτελέσματα των εργασιών τους.

 Το Μάρτιο του 1989, αυτός ο νεαρός μηχανικός-προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο οποίος είχε προσωρινή σύμβαση απασχόλησης στο CERN, υπέβαλε ένα έγγραφο με τίτλο «Διαχείριση της πληροφορίας: μια πρόταση». Ο προϊστάμενός του στη Γενεύη είχε χαρακτηρίσει τότε το σχέδιο «αόριστο αλλά συναρπαστικό» και στη συνέχεια έδωσε την έγκρισή του. «Ήταν ήδη στην ατμόσφαιρα, με την έννοια ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν», θυμάται ο βέλγος μηχανικός Ρομπέρ Καγιό, ο οποίος συνεργαζόταν την εποχή εκείνη με τον Μπέρνερς-Λι. Μαζί τελειοποίησαν τη γλώσσα του υπερκειμένου (hypertext) που κρύβεται πίσω από τα αρχικά http των ιντερνετικών διευθύνσεων, καθώς και το πρώτο εργαλείο πλοήγησης στο Ίντερνετ, το οποίο μοιάζει εντυπωσιακά με αυτά που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.

 «Όλα αυτά που λέμε τώρα, τα μπλογκ κλπ., ήταν αυτά που κάναμε το 1990. Δεν υπήρχε καμιά διαφορά. Έτσι ξεκινήσαμε», δήλωσε ο Ρομπέρ Καγιό στον ελβετικό ραδιοσταθμό RSR. Η νέα τεχνολογία τέθηκε στη διάθεση του μεγάλου κοινού από το 1991, όταν το CERN κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε τις δυνατότητες να εξασφαλίσει την ανάπτυξή της. Ο οργανισμός παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα από τα δικαιώματα αυτής της επινόησης - που έφερε δια παντός την επανάσταση στον κόσμο των επικοινωνιών.

 Ο σερ Τιμ Μπέρνερς – Λι έδωσε το παρών στην Αθήνα, στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο για την Επιστήμη του Web, το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2009, σ’ έναν χώρο της οδού Πειραιώς. Στο πλαίσιο του Web Science Conference 2009, κορυφαίοι επιστήμονες από το χώρο της τεχνολογίας, της πληροφορικής και των κοινωνικών επιστημών, καθώς και εκπρόσωποι της πολιτικής, της επιχειρηματικότητας και του πολιτισμού συζήτησαν για το παρόν και το μέλλον του Διαδικτύου, για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο. Για κάποιον μυστήριο λόγο, λοιπόν, και πάλι η Αθήνα ήταν η πόλη που έφερε την παράδοξη μοίρα να φιλοξενήσει τόσα πολλά πρωτοποριακά πνεύματα, υπό τη φιλόξενη σκέπη της.


                            Καλώς ήλθατε στο πλανητικό χωριό


 Το Διαδίκτυο και η ραγδαία του ανάπτυξη έως σήμερα αποτελεί ίσως την κορυφαία απόδειξη του πώς τα νέα μέσα με τα οποία επικοινωνούν οι άνθρωποι αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο. Ίσως η πιο χαρακτηριστική διατύπωση που σφράγισε τα τέλη του 20ου αιώνα, ανήκει σε έναν Καναδό καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας, που από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’60 είχε ξεχωρίσει ως ο πιο ριζοσπαστικός αναλυτής των ΜΜΕ διεθνώς. «Το πλανητικό χωριό» ήταν η φράση που έμελλε να καθορίσει τη σκέψη και το στοχασμό μελετητών, συγγραφέων και στοχαστών έκτοτε.

 Το εκπληκτικό είναι ότι στην ουσία ο ΜακΛούαν προανήγγειλε το Ίντερνετ, χωρίς καν να το γνωρίζει. Πεδίο της έρευνάς του ήταν η τηλεόραση, τα κλασικά έντυπα, το ραδιόφωνο και η ποπ αμερικανική κουλτούρα των κόμικς και της διαφήμισης. Διείδε, ωστόσο, στο έργο του «Media, οι προεκτάσεις του ανθρώπου», την επικράτηση της εικόνας έναντι των γραμμάτων. Της αίσθησης έναντι της ανάλυσης. Της ανάγκης για συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με αυτό που παρακολουθεί, έναντι της κριτικής αποστασιοποίησης. Ακόμη, την επικράτηση της «οικουμενικότητας» έναντι του εθνικισμού.

 Πώς εμπλέκονται, όμως, όλα αυτά;. Για τον ΜακΛούαν, ο πολιτισμός του παλιού αναγνωστικού, της καθαρής τυπογραφίας και της ομοιομορφίας γεννά την ανάγκη για αντιστοίχως σταθερά και ομοιόμορφα πρότυπα. Έτσι, οι κοινωνίες  αναζητούν αυτόματα την απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους, χωρίς να νοιώθουν την ανάγκη να αλλάξουν οι ίδιες. Αυτή η αντίληψη εγκυμονεί τη διάθεση για επέκταση της κοινωνίας δια της κατάκτησης νέων εδαφών. Αυτό ίσχυε, τους τελευταίους αιώνες, από την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο. Όπως διατείνεται ο ΜακΛούαν, η συγκεκριμένη προσέγγιση της γνώσης ανήκει πια στο παρελθόν, μετά την επέλαση της εικόνας παντού. 

 Η εικόνα προκαλεί διαφορετικά αντανακλαστικά, με τους ανθρώπους πλέον να συνειδητοποιούν περισσότερο τη διαφορετικότητά τους, αρνούμενοι την ισοπεδωτική ομοιομορφία. Οι πόλεμοι στον κόσμο συνεχίζονται, αλλά πια είναι καθαρά οικονομικοί, παρά τον εθνικό τους, πολλές φορές, μανδύα. Για τον ΜακΛούαν, οι παθιασμένοι σταυροφόροι του Θεού ή οι αφοσιωμένοι ιππότες της ερήμου με τα μεγάλα οράματα ανήκουν οριστικά στην ανθρώπινη προ-ιστορία.

 Ορισμένοι λάτρεψαν τις ιδέες του Καναδού καθηγητή, άλλοι πάλι τις μίσησαν – ανάμεσά τους οπωσδήποτε και ο γεροψαράς πατέρας του Μοντούμπε. Αν, ωστόσο, σκεφθεί κανείς πως σήμερα, όπου είναι απρόσκοπτη η πρόσβαση στο Διαδίκτυο, όλοι, από τις δυτικές ακτές των ΗΠΑ μέχρι την Ιαπωνία έχουν πρόσβαση σε κοινές εικόνες, μουσικές και πληροφορίες, τότε πράγματι καταλαβαίνουμε πως όταν μιλούσε ο ΜακΛούαν για ένα… «πλανητικό χωριό», τότε σίγουρα είχε δει αρκετές δεκαετίες μπροστά από την εποχή του.

 Άλλωστε, ο ίδιος είχε μιλήσει πρώτος για τον άνθρωπο της εποχής των εικόνων, που μοιάζει πάρα πολύ με τον αρχαίο πρόγονό του, μόνο που δεν αναζητά μανιωδώς τροφή - αλλά πληροφορίες. Στον Μάρσαλ ΜακΛούαν, άλλωστε, ανήκει ο όρος «συλλέκτης πληροφορίας». Και το ίδιο πρόσωπο μίλησε, ακόμη, για την ανάγκη να ξαναβρεί ο άνθρωπος την «Αφρική μέσα του».        


                                     Προσοχή, αρπαχτικά!


  «Βλέπουμε οτι ο κόσμος κινείται από κοινού σε μια ταχύτητα και μια κλίμακα χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία», σημείωσε από το Λονδίνο ο υπουργός Οικονομίας των Η.Π.Α., Τίμοθι Γκάιτνερ, μιλώντας για την ιστορική διεθνή συνεργασία που επέβαλλε ο αγώνας κατά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το Φθινόπωρο του 2008. Τότε, οι υπουργοί Οικονομίας και οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών-μελών της G20 είχαν συναντηθεί στο Χόρσαμ του Λονδίνου, προκειμένου να καταλάβουν τί ακριβώς συνέβη μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.

 Ήταν μία παράδοξη αλληλουχία ημερών, κατά την οποία οι φτωχοί αυτού του κόσμου είχαν λιγότερα βάσανα από τους πλούσιους. «Τα άσχημα νέα, κύριοι, είναι οτι βουλιάζουμε… Αν και δεν φημιζόμαστε για την αλληλεγγύη μας, τα καλά νέα είναι ότι βουλιάζουμε όλοι μαζί…». Αυτή θα μπορούσε να ήταν η εισαγωγή σε εκείνη την πυρετώδη σύσκεψη των G20. Άλλωστε, η παγκόσμια οικονομία είχε πια μπει για τα καλά στη νέα εποχή, όπου τίποτε πια δεν θα ήταν απολύτως βέβαιο για πάντα. Ο χρόνος με τον οποίο ταξιδεύει σήμερα η πληροφορία, τα ιλιγγιωδώς σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, το πώς αλλάζει το κλίμα από τη μία στιγμή στην άλλη - και πάνω από όλα, η εμπιστοσύνη που είχε εξανεμισθεί, όπως ο καπνός του τσιγάρου, ανάμεσα στα δάκτυλα κοινών αρπαχτικών.

Ασφαλώς, ο λόγος για τα περίφημα «golden boys» που μέσα σε κάτι παραπάνω από μία δεκαετία, είτε ως διευθύνοντες σύμβουλοι είτε ως απλοί dealers μετέτρεψαν τους πιο παραδοσιακούς χρηματοοικονομικούς οίκους του κόσμου σε κανονικά καζίνο, δίνοντας όλο το βάρος τους στην πώληση παραγώγων και CDS, κινούμενοι σχεδόν πάντα νομότυπα. Βλέπεις, έτσι εξασφαλίζονταν τα ιλιγγιώδη μπόνους στο τέλος του χρόνου για τις… «παχιές γάτες» της Wall Street.


                                       Και η Γη γυρίζει…


 «Τί ωραία που θα ήτανε να έβγαιναν ξαφνικά κήρυκες στους δρόμους, διαλαλώντας: ‘Προσοχή! Προσοχή! Μια νέα εποχή αρχίζει!...’, αλλά δεν γίνεται έτσι. Οι άνθρωποι αλλάζουν απόψεις χωρίς να το παίρνουν καν είδηση. Το συνειδητοποιούν ξαφνικά, όπως κι εσύ όταν κοιτάς τα παλιά σου τετράδια, και αναφωνούν με καμάρι: ‘Είμαστε η νέα εποχή!’, Και πολλές φορές προσθέτουν: ‘Παλιότερα οι άνθρωποι ήταν ανόητοι!’».

 Έτσι έγραφε ο Ernst Gombrich, στο κλασικό του βιβλίο που εκδόθηκε το 1936 «Μικρή Ιστορία του Κόσμου», στο οποίο αφηγείτο ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας σε ένα μικρό κοριτσάκι. Οι Ναζί απέσυραν γρήγορα από τα βιβλιοπωλεία το έργο ως «πολύ φιλειρηνικό», αλλά το θέμα μας εδώ είναι άλλο: το ότι δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που βεβαιότητες του χθες ανατρέπονται και στο προσκήνιο έρχονται νέες κοινωνικές δομές και δυνατότητες, που ήταν κρυμμένες ή ανεξερεύνητες μέχρι πρόσφατα.

 Σαν να είναι η μοίρα αυτού του κόσμου να αλλάζει, τις περισσότερες φορές δίχως να ζητά την άδειά μας. Και μία αντίστοιχη εποχή πρέπει να ζούμε και σήμερα, όπως όλα δείχνουν. Αλλά όπως λένε πολλοί αναλυτές, δομικό χαρακτηριστικό του νέου μας αιώνα είναι ακριβώς αυτό: η αβεβαιότητα. Και, δυστυχώς, η αβεβαιότητα είναι και ο χειρότερος εφιάλτης των αγορών… Κανείς δεν επενδύει χωρίς έναν μίνιμουμ βαθμό βεβαιότητας για το πώς θα πάνε τα πράγματα, κατά κανόνα. Ανάλογα, η εμπιστοσύνη μεταξύ μέχρι πρότινος εταίρων κλονίζεται,  οι ροές των κεφαλαίων παγώνουν, και η ύφεση απειλεί να αποκτήσει μονιμότητα φαντάσματος σε στοιχειωμένο πύργο.

 Ωστόσο, ακόμη και μέσα από την αβεβαιότητα, ή ακριβώς λόγω αυτής, έρχονται στην επιφάνεια νέοι «παίκτες», πρόθυμοι να ρισκάρουν περισσότερο, να αντιληφθούν έγκαιρα το σάστισμα των άλλων και να αποτελέσουν το «ξυπνητήρι» τελικά για όλους. Όλα αυτά, μπορεί να γίνουν ταχύτατα, με τους κύκλους να ανοίγουν και να κλείνουν πιο γρήγορα από παλαιότερα. Έτσι, παρά τις φουρτούνες και τις διακυμάνσεις, το χρηματοπιστωτικό σύστημα μοιάζει να βρίσκει τις ισορροπίες του, αρκεί οι πολιτικοί να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και να αποτελούν παράγοντα σταθερότητας για τις κοινωνίες.  


  «Όποιος ψάχνει την αλήθεια, πάντα κινδυνεύει να αποδειχθεί ένας Οιδίπους…»


Αλλά, αν τελικά έχουν δίκιο όσοι βλέπουν… συνομωσίες που μας έχουν βάλει στο μάτι και εμείς καθόμαστε και τους κοιτάμε, «σερφάροντας»; Στο Πρίτσαρντ, μια μικρή πόλη των ΗΠΑ, εδώ και δύο χρόνια έχουν παύσει να δίνονται συντάξεις, και άνθρωποι των 70 ετών αναζητούν με αγωνία ένα μεροκάματο για να ζήσουν. Στην Ελλάδα, τα πράγματα είναι γνωστά, μετά το Μεσοπρόθεσμο που υπόσχεται λιτότητα… και των γονέων.

Στην Ιταλία, ακόμη, μόλις οι αδηφάγες αγορές έδειξαν τα δόντια τους, ο Υπουργός Οικονομικών Τρεμόντι έσπευσε να ανακοινώσει «καυτά» μέτρα για να εκτονώσει την πίεσή τους. Παραδίπλα, στην Ισπανία, ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, Μαριάνο Ραχόι, που προηγείται με άνεση στις δημοσκοπήσεις, προανήγγειλε πρόσφατα ένα «πακέτο» για την οικονομία, που θυμίζει Ελλάδα, με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί η ελληνική κυβέρνηση: «Ο λαός μπορεί να αντιδράσει αρχικά, αλλά θα δείξει υπευθυνότητα και σύνεση. Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση του ισπανικού λαού…».

 Ο Νιλ Πόστμαν, Αμερικανός θεωρητικός των ΜΜΕ, σε ένα βιβλίο του είχε αντιπαραβάλει το ‘1984’ του Τζωρτζ Όργουελ με το ‘Θαυμαστό Νέο Κόσμο’ του Άλντους Χάξλεϊ, θεωρώντας την ιδέα του πρώτου κατά πολύ ξεπερασμένη. Στο νέο κόσμο, υποστήριζε ο Πόστμαν – συμφωνώντας με τον Χάξλεϊ - οι άνθρωποι δεν θα κινδυνεύουν πια μήπως τους αποκρύψουν την αλήθεια, καίγοντας τα βιβλία ή φυλακίζοντας τους συγγραφείς. Διότι, απλούστατα, κανένας πλέον δεν θα μπορεί – ή δεν θα θέλει - να βρει την αλήθεια, μέσα σε έναν απέραντο ωκεανό υπερπληροφόρησης.

 Αν, λοιπόν, κι εγώ απλώς αναπαράγω άθελά μου, ιδέες που μου έβαλαν άλλοι στο κεφάλι; Αν βλέπω τα πράγματα από λάθος οπτική; Αν ο χάρτης που κρατώ μου λέει ψέματα; Αν τελικά δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, και όσα νομίζουμε πως ξέρουμε απλώς δεν μας αρκούν; Αν πίσω από τις βαριές πόρτες των μεγάλων συσκέψεων οι ισχυροί του κόσμου μιλάνε ψιθυριστά ή ανταλλάσσουν παράξενες χειραψίες μεταξύ τους; Αν οι «έγκυρες» εφημερίδες είναι γεμάτες ψέματα;

Αν, Αν, Αν…