ΕΡΩΤΑΣ Ή ΤΙΠΟΤΑ
«Μπορείς να μην είσαι ρομαντικός με το μπέηζμπολ;». Αυτή την ερώτηση κάνει ο Τζόνα Χιλ στον Μπραντ Πιτ, στην πιο ωραία, ίσως, σκηνή του "Moneyball". Ο πρώτος (ηθοποιάρα) είναι ένας χοντρός, αργοκίνητος φοιτητής, ειδικός στην στατιστική ανάλυση. Ο δεύτερος (στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του) αυτοδημιούργητος μάνατζερ και κλασικός πεισματάρης. Στην ομάδα τους έχουν μαζέψει τους πιο υποτιμημένους - με βάση την αγορά - παίκτες του μπέηζμπολ, βάσει μιας πρωτοποριακής ανάλυσης/απάντησης στο μεγάλο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο σύλλογος. Η ιδέα είναι η εξής: αγοράζουμε αποκλειστικά παίκτες σε τιμή ευκαιρίας, οι οποίοι όμως έχουν όλοι ένα κοινό γνώρισμα - υψηλό potential. Κάτι ακόμη: κάθε παίκτης είναι καλός σε έναν συγκεκριμένο τομέα του παιχνιδιού, βρες το...
Στο τέλος της σεζόν - το πρώτο ήμισυ της οποίας άγγιξε την απόλυτη καταστροφή - οι δύο ήρωές μας έχουν καταφέρει να μείνουν στην ιστορία του εθνικού σπορ της Αμερικής. Μαζεύοντας και προπονώντας ένα τσούρμο από λουζεράδες, πέτυχαν το μεγαλύτερο σερί νικών στην ιστορία. Το ακόμη πιο παράξενο είναι πως αυτή η ιστορία είναι μια πραγματική ιστορία.
Στην σκηνή μας, ένας μέτριος και με περιττά κιλά «ρολίστας» έχει καταφέρει το αδιανόητο: έχει στείλει την μπάλα εκτός σταδίου με το χτύπημά του, κι ενώ ολόκληρο το γήπεδο ουρλιάζει, αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο Τζόνα Χιλ πατάει pause, παγώνει την εικόνα και γυρίζοντας το κεφάλι στον φίλο του αποκαλύπτει, στην ουσία,την ολοκληρωτική του αγάπη για το άθλημα που υπηρετεί.
Το πείσμα: Αν και ποτέ μου δεν χώνεψα πώς αυτό το τόσο ωραίο φιλμ δεν πήρε κάποιο μεγάλο βραβείο, το θέμα μας δεν είναι ο κινηματογράφος , αλλά ούτε το μπέηζμπολ – είναι το πείσμα. Πώς γίνεται και καμιά φορά βάζεις κάτι στο μυαλό σου και δεν γίνεται με τίποτα να το εγκαταλείψεις, σαν να σε έχει αλυσοδέσει ένας μυστικός ζήλος, σαν να ψάχνεις από μόνος σου το τραγούδι των σειρήνων, κάθε στιγμή, παρακάμπτοντας κάθε εμπόδιο, ώστε το σύμπαν να σε φέρει, τελικά, κοντά σε αυτό που είχες από την πρώτη στιγμή στο μυαλό σου.
Ο «οραματιστής-άνθρωπος»' μια επική φιγούρα ερωτευμένη και με την καρδιά της δοσμένη στα στοιχειά που δραπέτευσαν από το μαγικό κουτί του 20ου αιώνα. Δύο μεγάλοι Πόλεμοι στην καρδιά της Ευρώπης, ο κινηματογράφος, ο υπερρεαλισμός, ο Σαρλώ, ο Γουολτ Ντίσνεϋ, ο Μάης του ’68, τα παρισινά καφέ, ο Ψυχρός Πόλεμος, η Ατομική Βόμβα, ο Καστοριάδης, ο ΜακΛούαν, τα γράμματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ από την φυλακή, και πόσα ακόμη μεγάλα γεγονότα που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά αυτά τα εκατό χρόνια.
Κάποιο λένε ότι ίσως η ανθρωπότητα παρήγαγε περισσότερη Ιστορία από όση θα μπορούσε να χωνέψει. Ποιος ξέρει; Όπως και να έχει, την θέση του μαγεμένου «οραματιστή-ανθρώπου», στον 21ο αιώνα έλαβε ο απομαγευμένος άνθρωπος' μια φιγούρα χωρίς μεγάλα πάθη και χωρίς μεγάλες επιθυμίες, αλλά κατά έναν τρόπο πιο σοφός, πιο υπεύθυνος και πιο «οικολογικός» στη συμπεριφορά του. Έχω μια δική μου απάντηση στο ερώτημα «πότε τελείωσε ο μοντερνισμός». - «Όταν τα παιδιά στο σπίτι σταμάτησαν να παίζουν με τους διακόπτες του ηλεκτρικού, δεν τα μάγευε πια».
Το πείσμα
Πείσμα΄ να μην τα παρατήσεις, να μην το βάλεις κάτω, να συνεχίσεις να αγαπάς ολοκληρωτικά την ζωή κόντρα στους ανέμους και τους σκληρούς χρόνους. Πίστεψε στον αυτοσχεδιασμό, σε αυτό που έχεις μέσα σου. «Έσω ρεαλιστής, να αναμένεις το αδύνατον».
Περιδιαβαίνοντας την Κυψέλη, κάθομαι στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας και τους βλέπω, κατά τις 9 το βράδυ: έχουν φορέσει κάτι πρόχειρο και βγάζουν βόλτα τα σκυλάκια τους. Συχνά, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, που έχει φορέσει ένα πουλόβερ στον πιστό, μικρό της φίλο. Πέραν από τα μικρά αυτά σκυλάκια, ακόμα πιο συγκινητική είναι στα μάτια μου η στοργή που υπάρχει στη σχέση τους με τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Πλέον, τα αγαπώ ακόμα πιο πολύ αυτά τα μικρά σκυλάκια «του καναπέ», με την αδύναμη καρδούλα, που είναι επικίνδυνο να πουντιάσουν όταν έχει κρύο. Ή όταν βλέπω δυο κορίτσια να γυρίζουν από τα αγγλικά με τις σάκες τους στις πλατούλες τους. Ή ένα ζευγάρι, κοντά στα 50, ο άνδρας με φόρμα, λιγομίλητος, και η γυναίκα του να του κρατά το χέρι, να ανηφορίζουν ειρηνικά την οδό Καλλιφρονά και να περπατάνε πλάι-πλάι, κόντρα στις φουρτούνες, τις δυσκολίες, τα λίγα λεφτά.
Στη μέση όλης αυτής της καθημερινότητας και της ζωντάνιας του δρόμου, περίλαμπρη και επιβλητική, με την πάντα ανοιχτή και γλυκιά της αγκαλιά στέκει, μακρόθυμη, η εκκλησία της Αγίας Ζώνης. Η μεγάλη εκκλησία που τυλίγει τα πάντα γύρω της με ένα πέπλο αγάπης και συγχώρεσης. Σχεδόν δίπλα της, το Άσυλον Ανιάτων. Όποιος θέλει να νοιώσει τον Χριστό μας δεν χρειάζεται να ψάξει σε μεγάλες βιβλιοθήκες και μακρινά ταξίδια. Αρκεί μια βόλτα εκεί: θα τον δεις να πιάνει το χέρι ενός γέροντα και να τον ταΐζει αργά-αργά, χωρίς βιασύνη, να τον πηγαίνει μια βόλτα στον κήπο, να κουβαλά σακούλες με τρόφιμα και γλυκίσματα, να καθαρίζει το πάτωμα. Στην μοναξιά, την εγκατάλειψη, την απέραντη οδύνη του αγαπά ο άνθρωπος τον άνθρωπο΄εάν αγαπάς, δεν ξεχωρίζεις τους ανθρώπους. Τους αγαπάς όλους, μέχρι το τέλος. Όσο πάει.
Πείσμα. Το πείσμα της αξιοπρέπειας στην καθημερινή ζωή είναι που με συγκινεί, πλέον, περισσότερο από κάθε τι. Η κοινή ανθρώπινη μοίρα κάνει τους ανθρώπους να κοιτάξουν στα βάθη της ύπαρξής τους για να βρουν το χρυσάφι: αυθεντικότητα και αξιοπρέπεια. Ίσως τελικά το πείσμα να αφορά σε εκείνο ακριβώς το κομμάτι της ψύχας μέσα μας, που είναι καταδικό μας.
Έχω γίνει... πολύ συναισθηματικός τελευταία – σαν τους ανθρώπους του 20ου αιώνος, μοιάζω καμιά φορά΄ με τα οράματα, την σκληρή πίστη στους εαυτούς τους, με την ζωντανή ιστορία των προγόνων τους στα γέλια τους και τα τραγούδια τους. Έχω συνέχεια τίτλους βιβλίων και στίχους από σκόρπια ποιήματα στο κεφάλι μου. Και συλλογίζομαι, όλο και πιο βαθιά, την έντονη σχέση του έρωτα με την επανάσταση.
Να χαίρεστε
και να προσέχετε στον δρόμο