Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΒΥΣΣΙΝΑ
Ίσως, όλοι μας στην πολιτική - τελικώς - μια κοπέλα αναζητούμε, αυτήν ψάχνουμε διαρκώς και αυτής η εικόνα μας οδηγεί. Εικόνα θολή, αδιευκρίνιστη, σκέτο φάντασμα συχνά - άλλοτε πιο λαμπερή κι από τον ήλιο, κρυμμένη καλά στα τετράδια της νιότης μας και στης Εθνικής Βιβλιοθήκης την ευγενή μοναξιά. Λέω «όλοι μας» - αυθαιρέτως.
Στα σίγουρα, δεν είναι όλων μας η εφηβεία ίδια, ούτε στην επικράτειά της βασιλεύουν οι μοναχικοί περίπατοι στο Πεδίον του Άρεως, με μόνη παρέα ένα μικρό βιβλίο του Ρίλκε ή του Γκιμπράν – πόση μαγεία τύλιγε αυτό το όνομα, τα απλά του λόγια και η αγάπη του για τους φτωχούς ανθρώπους. Για καθέναν μας, τα πρώτα χρόνια των αναζητήσεών του, πρωτόλειων και ιδεαλιστικών, αποτελούν πάντοτε μια ήσυχη και φιλόξενη λίμνη, μακριά από τις σκοτούρες και τα προβλήματα της καθημερινότητας...
Αντί για πολιτική, να πούμε καλύτερα «δημόσια σφαίρα», να μην παρεξηγηθούμε: δεν αναφέρομαι σε εκείνους που μπήκαν στην πολιτική για να χαλκεύσουν λίστες καταθετών της Ελβετίας ή για να κάνουν τους «κάποιους» στον περίγυρο και το σόι τους, πουλώντας επιμελώς εκδούλευση στους ισχυρούς και τους επιτυχημένους της ζωής. Αλίμονο, το… πράγμα αυτό διεκδικεί – και έχει κατορθώσει - να σημαίνει την «συμμετοχή στα της πόλεως».
Μακριά από τα φώτα, σε δωμάτια στους υψηλούς ορόφους υπουργείων και υπηρεσιών – πόσα και πόσα βράδια έχει πέσει το μάτι μου, νύχτα στην Πανεπιστημίου, σε αυτά τα παράθυρα - ή στα ακριβά εστιατόρια της Μεγάλης Βρετανίας. Με πολλές υποκύψεις, με πολύ άχτι κρυμμένο πίσω από τα ψυχρά χαμόγελα, με πολλή φιλοδοξία πίσω από την επιτηδευμένη προφορά των γκουρμέ πιάτων και των cocktails.
«Τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες» - μου έρχεται συχνά στο νου η είρων, με ώριμη θλίψη και σοφία, απόφανση του Αλεξανδρινού ποιητή… Σαν να βγαίνει μαζί ένα μπουκωμένο γέλιο σε εκείνο το «κούφια λόγια». Χωρίς, όμως, κανένα δάκρυ.
«Αυτό που κόμισε ο Καβάφης, κυρίως, στη νεότερη ποίηση είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση της αξιοπρέπειας στο τέλος των πραγμάτων», θυμάμαι την παρατήρηση ενός κριτικού λογοτεχνίας και ανθρώπου των γραμμάτων. Τα γράμματα και ο έρωτας, ο μόνος – οπωσδήποτε - «κερδισμένος χρόνος».
«Η πολιτική στην πιο αγνή μορφή της – ίσως…», σκεπτόμουν κοιτώντας τις παρέες των αλληλέγγυων στους συλληφθέντες της «Βίλλας Αμαλίας», το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης στην Ευελπίδων.
«Θα φωτογραφηθείτε», μας ενημέρωσε τελεσίδικα ο φρουρός στην είσοδο, όταν έβαζα το κινητό μου στον ιμάντα των «προσωπικών αντικειμένων». Ας είναι, μπορεί και να είναι μια ωραία φωτογραφία, είπα από μέσα μου.
Μετά από δυο περίπου ώρες, σιγά – σιγά διαλύθηκε η μεγάλη παρέα των αλληλέγγυων. Κατηφόρισα την Ευελπίδων με χαρά μέσα μου, ήθελα να πάω σπίτι και να πιάσω την κιθάρα μου (μετά από καιρό) ήταν σαν να είχα πάει εκδρομή με το σχολείο, και όλοι να με συμπαθούσαν και να με αγαπούσαν και να μην ένοιωθα παράταιρος. Με την άρρητη, πλανόμενη υπόσχεση «να μη χαθούμε».
«Να θυμάσαι, ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει πάντα… υγρή μύτη. Να είναι ζωντανός, να μαθαίνει, να βλέπει τα πράγματα γύρω του σαν να μην ξέρει τίποτα», μου είχε κάποτε πει ένας γέρος της δημοσιογραφίας, όνομα στην εποχή του. Προτιμούσε να μοιράζεται τις εντυπώσεις του κατ΄ ιδίαν, και όχι να κάνει καριέρα γράφοντας βιβλία για «νέους στο επάγγελμα». Μπουχτίσαμε από αυτούς.
Ίσως, λοιπόν, να μην ήταν τόσο γλυκό το αίσθημα στην οδό Ευελπίδων, εάν στο μυαλό μου δεν υπήρχε το έντονο - «κραυγαλέο» - κοντράστ:
Από τη μία, η… θριαμβευτική είσοδος μίας εκ των «εξαδέλφων Παπακωνσταντίνου» στο γραφείο του ανακριτή, για την κατάθεση υπομνήματος, μία μέρα πριν, με την ακριβοραμμένη κουστωδία των συνηγόρων της. Με αυτό το γνωστό σε όλους μας επιθετικό χαμόγελο της αυτοπεποίθησης του προσώπου με τις ισχυρές γνωριμίες και τους «κατάλληλους ανθρώπους», σε κάθε στιγμή της – στρωτής - ζωής του.
Έτσι τους συμβουλεύουν οι «ειδικοί στην επικοινωνία». Για όλα, έχουν και από έναν «ειδικό». Αυτό ήταν, ίσως, το απεχθέστερο έγκλημα της εποχής της αφθονίας στην Ελλάδα' τα πάντα έγιναν ζήτημα «ειδικών». Για τον γέροντα, υπήρχε η ακριβή πανσιόν. Για το ζευγάρι που δεν άντεχε, μες τις πολλές ανέσεις, ο ένας τον άλλον, «ένας οικογενειακός σύμβουλος, με ειδίκευση στα νέα ζευγάρια».
Για όσους, λοιπόν, θεωρούν ότι η ζωή τους οφείλει να είναι μια υπόθεση «ειδικών», χωρίς φαντασία, χωρίς πίστη στην εαυτό σου, χωρίς καμιά τόλμη, οι αντιεξουσιαστές έχουν να προτείνουν κάτι διαφορετικό, και χωρίς πολλά χρήματα: να φτιάξουμε περισσότερα πράγματα «μαζί», βοηθώντας ο ένας τον άλλον, αντί να υποδυόμαστε ρόλους σε έναν κόσμο «οργανωμένης πλήξης». Αυτόν το ρόλο επιτελούν, κατά έναν τρόπο, οι καταλήψεις και οι λεγόμενοι «ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι».
Και είναι αλήθεια πως οι ομάδες των αντιεξουσιαστών εδώ και πολλά, πλέον, χρόνια έχουν να επιδείξουν ένα ουσιαστικό και απτό κοινωνικό έργο αλληλεγγύης και αυτό-οργάνωσης: δύο πάρκα της Αθήνας, τα οποία ο Δήμος προόριζε για ιδιωτικούς χώρους στάθμευσης (…), εκείνοι κατάφεραν να τα υπερασπισθούν και να τα αποδώσουν πίσω στους πολίτες. Το ένα στην γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Ναυαρίνου, στα Εξάρχεια, και το άλλο – αν και πλέον εγκαταλειμμένο, ωστόσο… πάρκο ακόμη – στην γωνία Πατησίων και Κύπρου.
Και ακόμη, πόσα και πόσα στέκια για: ελεύθερο εμπόριο, βιολογικά τοπικά προϊόντα, πολιτιστικά κέντρα, προβολές ταινιών και εργαστήρια θεάτρου, συλλογική κουζίνα («φέρτε τα φαγητά σας να φάμε όλοι μαζί»), εναλλακτικά φεστιβάλ και συνέδρια, «ομάδες ψυχολογικής αυτοβοήθειας» και πόσα ακόμη εξωτικά και άγνωστα πράγματα στα μυαλά εκείνων για τους οποίους τίποτε δεν έχει αξία εάν δεν μεταφράζεται σε ζεστό χρήμα και ισχύ. Στο μυαλό του Σίμου Κεδίκογλου και των παρεών του, ήτοι, που με την ρητορική τους επιδιώκουν κατά σύστημα να γυρίσουν την ελληνική κοινωνία σε μοντέλα και αναγνώσεις του 1950: «ή θα είσαι νοικοκυραίος και θα ασχολείσαι με την ασφάλεια των καταθέσεών σου ή θα είσαι ανατρεπτικό στοιχείο».
Σε μια χώρα όπου για δεκαετίες οι πνευματικοί της ταγοί υπήρξαν οι μεγάλοι ποιητές, οι ζωγράφοι της και οι συνθέτες της, ποτέ άλλοτε η απλοϊκότητα δεν φάνταζε τόσο γυαλιστερή (...).
Όμως η πραγματική ισχύς στην ζωή είναι το «μαζί» - ίσως αυτό να θέλουν τόσα χρόνια να μας πουν οι ετερόκλητες, φιλότεχνες και πάντα ονειροπόλες ομάδες των αντιεξουσιαστών, «των πιο όμορφων παιδιών της πόλης», όπως έλεγε μια παλιά αφίσα.
Για όσους επιμένουν ακόμη, σε πείσμα των καιρών, πως ρόλος της δημοσιογραφίας είναι να διερευνά τον πυρήνα και την βαθύτερη αλήθεια των κοινωνικών ρευμάτων, με μάτια ανοιχτά και δίχως προκαταλήψεις, η αντίθεση είναι εκκωφαντική: από την μία, ο κόσμος των «εξαδέλφων», με μια έπαρση τόσο εμφανώς γελοία, που καταντά αποκρουστική. Φτωχοί κατ’ ουσίαν, παρά τις απόρρητες τραπεζικές τους καταθέσεις, όλο μούρη και τουπέ κάτω από τον τανυσμένο φερετζέ του «καλού οικογενειάρχη» και του «ευγενέστατου γείτονα».
Τυγχάνει να τους γνωρίζω σαν… την παλάμη μου αυτούς τους ανθρώπους, τους θυμάμαι στις πρώτες θέσεις του Ηρωδείου, να μπαίνουν πάντα το τελευταίο λεπτό πριν την παράσταση και να σμπρώχνονται (με τρόπο) για τις καλύτερες θέσεις, με εκείνο το σκληρό, άψυχο χαμόγελο της περιφρόνησης προς τους άλλους - προς όλους τους άλλους.
Από την άλλη, οι καταληψίες-ένοικοι της «Αμαλίας»: φοιτητές, άνεργοι, σπουδαστές, άγαμες μητέρες, οικολόγοι, ποδηλάτες, παιδιά των γηπέδων, οικοδόμοι, «καλλιτέχνες γενικότερα», εχθροί της βιομηχανίας γούνας, μπασίστες, ηχολήπτες, αγόρια, κορίτσια, παλιοροκάδες, αυτοσχέδιοι θεωρητικοί της αναρχίας, απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας.
Εάν με ρωτάτε, το λοιπόν, ποια κατηγορία πολιτών εκ των δύο συνιστά μεγαλύτερη απειλή για το κοινωνικό σύνολο, για την κοινωνία και την Δημοκρατία μας, προφανώς γνωρίζετε ήδη την απάντηση (…).
ΥΓ1: Ίσως να είχαν δίκιο οι Μάγιας. Ίσως ένας ολόκληρος κόσμος να τελείωσε τον περασμένο Δεκέμβριο, και ένας άλλος, πιο νέος και πιο δίκαιος να γεννιέται' με περισσότερη αλληλεγγύη, με περισσότερη εμπιστοσύνη, με περισσότερη αγάπη, στην πράξη.
ΥΓ2: «Πολιτική είναι η εκούσια πρόσκληση στην τραγωδία»*. Δεν γνωρίζω τον πατέρα της φράσης, αλλά την αποδέχομαι και την ανα-αφιερώνω στις πολιτικές παρέες του σήμερα, με μια ευχή: να σωθούμε όχι με ετοιματζίδικες και παλιοκαιρισμένες ευκολίες, αλλά με το απαύγασμα της έμπνευσης και της τόλμης μας.
ΥΓ3:
« Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια
θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λειβάδια.
Να ξαναγίνω καβαλάρης και ξαναέλα να με πάρεις, ουρανέ
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και την χρειάζομαι την χάρη σου,
μωρέ… ».
(Νικόλας Άσιμος, «ο μπαγάσας»)
*μπορείτε να βρείτε σε ποιον ανήκει, άραγε, η φράση αυτή;
Καλή εβδομάδα
και να προσέχετε στο δρόμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου