ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (I)
«Στον δρόμο γεννιούνται συνειδήσεις» - σωστά, αλλά όχι μόνο. Συνειδήσεις γεννιούνται και διαπλάθονται στην καθημερινή σου ζωή, στη σχέση μας με τα πράγματα, με τον πλησίον, τον γείτονα ή τον άγνωστό μας στο τρόλεϊ, στο δρόμο ή την εθνική οδό. Αλλά, πρωτίστως – ίσως εκεί γίνεται όλη η δουλειά - στην τραπεζαρία΄ στον χώρο όπου θυμάσαι να μαζεύεται η οικογένεια για φαγητό, το Σάββατο το μεσημέρι με τις σακούλες της λαϊκής στριμωγμένες ακόμη στο πάτωμα, ή την Κυριακή, παρέα με τους παππούδες και με αρκετό κρασί – κόκα κόλες για τους μικρούς.
Ο πατέρας μου, όταν ήμουνα παιδί, ήταν ένας πραγματικά καταπληκτικός αφηγητής ιστοριών. Δεν τον έχω φτάσει μέχρι και σήμερα - και μου φαίνεται δύσκολο - στην τέχνη του να λες με τόση ζωντάνια μια ιστορία, ντύνοντάς την πάντα με το στοιχείο εκείνο που μαγεύει κάθε ακροατή: το αυθεντικό άρωμα της εποχής.
Πόσα πράγματα, πόσες μικρές μα συγκλονιστικές ιστορίες, πόσες και πόσες στιγμές της… νεότερης Ιστορίας του τόπου δεν έχω μάθει από εκείνες τις αφηγήσεις των παιδικών χρόνων, τα μεσημέρια στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Το… πυρηνικό αφηγηματικό όπλο του πατέρα μου ήταν, δίχως άλλο, η πλάκα΄ τώρα που το θυμάμαι, κάθε ιστορία, όσο παράξενη ή περιπετειώδης και να ήταν, σε κάποιο σημείο της, σε κάποια κρυφή της γωνιά, είχε πάντα μπόλικη πλάκα.
«Για να καταφέρεις να δεις ολόκληρο τον τίτλο της “Αυγής”, το πρωί, έπρεπε να περάσεις, στα μουλωχτά, από 4 με 5 διαφορετικά περίπτερα... Στο πρώτο, έβλεπες λίγο στην άκρη αριστερά, την αρχή της πρώτης λέξης… Στο δεύτερο, αν ήσουν τυχερός, έπαιρνε το μάτι σου και την υπόλοιπη… Να την ζητήσεις από τον περιπτερά, άσ’ το καλύτερα - άλλα χρόνια». Θυμάμαι πολύ καθαρά τις ιστορίες από τις γειτονιές του πατέρα μου, πρωτοδιόριστος, τότε, καθηγητής Φυσικών Επιστημών, λίγα χρόνια πριν από την Χούντα. Τις ιστορίες ενός φιλομαθούς και λίγο ατίθασου, μεγαλωμένου στο Μεταξουργείο γιου κομμουνιστή, από φτωχική οικογένεια, με τα πολλά σκασιαρχεία και την κοσμία διαγωγή, που ο παππούς έψαχνε κάθε Σεπτέμβριο νέο σχολείο, που θα τον δεχόταν.
«Έχουμε πολλούς αλήτες, κύριε Θεοδωράτε, δεν χρειαζόμαστε και άλλους», του είχε απαντήσει μια μέρα ένας Διευθυντής, κοιτώντας τον φάκελο του μαθητού, και ο παππούς μου έσκυψε το κεφάλι και πήρε ξανά τους δρόμους, ώσπου έφθασε, τελικώς, στο «νυχτερινό». Ο παππούς ο Γεράσιμος - σε αυτόν πρέπει να ανήκει το πιο κρυφό, το πιο συμπονετικό και καταδεχτικό κομμάτι της ψυχής μου (…). Ένας γνήσιος λαϊκός και σεμνός άνθρωπος, που κάποτε «είχε γυρίσει από την Μικρά Ασία στην Αθήνα με τα πόδια», όπως το ήθελε μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες του πατέρα μου, η μόνη ίσως που δεν έβγαζε γέλιο, αλλά μόνο δάκρυα.
Σύμφωνα με την ιστορία, ο παππούς ο Γεράσιμος, στον μακρύ και οδυνηρό δρόμο της – άτακτης και με φοβερές απώλειες - επιστροφής από την Μικρά Ασία, περνώντας από κάποιο χωριό, είδαν με την διμοιρία του ένα σπίτι τυλιγμένο στις φλόγες. Αμέσως, δυο-τρεις φαντάροι ορμούν μέσα και καταφέρνουν, την τελευταία στιγμή, να βγάλουν την οικογένεια ζωντανή. «Την εικόνα, την εικόνα…» φώναζε με όση ανάσα της είχε απομείνει η μάνα, με τον παππού μου, διακινδυνεύοντας την ζωή του, να μπαίνει ξανά μέσα στο σπίτι και να διασώζει από τη φωτιά μια εικόνα του Σωτήρος… Με τα πολλά, και αφού τους ευχαρίστησαν, η γυναίκα που είχε δει το βιος της να γίνεται στάχτη, χάρισε στον παππού μου την άγια εικόνα, και εκείνος – ο λαϊκός κομμουνιστής – την φύλαξε με στοργή μέσα στο γυλιό του, για το μακρύ κι εξουθενωτικό ταξίδι της επιστροφής.
Όπως έλεγε, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κινδύνευσε άμεσα η ζωή η δική του και των άλλων ανδρών της ομάδας, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα πως η δύναμη της εικόνας ήταν που τους προστάτευε, ως εκ θαύματος, κάθε φορά... Αρκετά χρόνια μετά, εις ανάμνησιν εκείνου του τρομερού μεσημεριού, και ως ευγνωμοσύνη στο τίμιο ξύλο, εκείνος και η γυναίκα του συμφώνησαν να βαφτίσουν τον γιο τους Σωτήρη.
Στην πραγματικότητα, σχεδόν όλη η νεότερη Ιστορία της γλυκιάς πατρίδας ήταν χαραγμένη στις βαθιές, σκαμμένες ρυτίδες αυτού του ταπεινού και πράου ανθρώπου - «του παππού του Γεράσιμου», που έμενε με την γιαγιά μου στο φτωχικό σπιτάκι της οδού Αλκαμένους, και πηγαίναμε επίσκεψη τις Κυριακές. Του παππού μου, με το πάντα συγκαταβατικό και γλυκό χαμόγελο του ανθρώπου που έχει παιδευθεί σκληρά στη ζωή του, και με την μεγάλη χαρά μέσα του, κάθε φορά που μας προσέφερε «ένα σπρέι» - όπως έλεγε το αναψυκτικό sprite. Ο αδελφός μου κι εγώ σκάγαμε στα γέλια, μα πάντα τον αγαπούσαμε τον παππού τον Γεράσιμο και χαιρόμασταν την σοφή παρέα του...
(Στην Κατοχή, πάλι ως εκ θαύματος, ο παππούς είχε βρει δουλειά στα μαγειρεία ενός νοσοκομείου, και έτσι λίγο με κανένα ρυζόγαλο, λίγο με κανένα φρουτάκι, ο νεογέννητος Σωτήρης – ήταν δύο ετών το 1941- την έβγαλε καθαρή).
Άλλη ιστορία που δεν ξεχνώ: ο πατέρας μου, σε ένα από τα συχνά σκασιαρχεία του για… αλητεία και τσιγάρο στα κρυφά με την παλιοπαρέα, άθελά του πήρε το μάτι του μέσα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο καφενείο, κοντά στην Ομόνοια, τον παππού μου, και έσπευσε αμέσως να κρύψει τα μούτρα του, μιας και ο παππούς δεν ήταν αυτό που λένε «άνθρωπος του καφενείου». Λίγο αργότερα, κατάλαβε την αλήθεια. Ο παππούς ο Γεράσιμος είχε χάσει τη δουλειά του, εδώ και μήνες, και ζούσαν με δανεικά, από δω κι από κει – όμως, δεν το είπε στο σπίτι. Ξυπνούσε κάθε πρωί, αξημέρωτα, ξυριζόταν κανονικά και έφευγε «για τη δουλειά»… Μόνον ο ίδιος ήξερε πώς ένοιωθε μέσα του, και η αγνή, λαϊκή του αξιοπρέπεια υπήρξε για μένα το μεγαλύτερο, ίσως, μάθημα για το τι, αλήθεια, σημαίνει η μοναδική αυτή ελληνική λέξη, «φιλότιμο».
Οι αφηγήσεις αυτές, φαντάζομαι δεν είναι προσωπικό βίωμα του γράφοντος΄ είμαι βέβαιος ότι οι πιο πολλοί από εσάς θα έχουν αντίστοιχες διηγήσεις, περιστατικά, ανέκδοτα, ιστορίες από τις ζωές των παλαιότερων – αλήθεια, πόσο μεγάλος πλούτος είναι να ακούς με προσοχή τις ιστορίες των παλιών. Η προσωπική μαρτυρία, επιτρέποντάς σου να μπαίνεις ο ίδιος στο κάδρο της εποχής, αποτελεί διαχρονικά μία από τις πιο απολαυστικές πηγές της επίσημης Ιστορίας.
Στην ιδανική μου Πολιτεία, ο ιστορικός είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει καλύτερο από το να ανακαλύπτει και να ακούει ανθρώπους που ήταν παρόντες στα μεγάλα γεγονότα.
Σε κατοπινό «Μάθημα» θα σας πω και την ενδιαφέρουσα – φρονώ - ιστορία για το πώς τα έφερε η ζωή, ώστε να… ζήσω τους πρώτους μήνες της σημερινής «κρίσης» (αρχές 2010) σε ένα μικρό ημιυπόγειο της πλατείας Αμερικής, και πώς η πρόσληψη των γεγονότων αποκλειστικώς μέσω ραδιοφώνου (δεν είχα βάλει τηλεόραση) έδρασε καταλυτικά στην προσέγγιση και επεξεργασία των δραματικών εξελίξεων από πλευράς μου (...).
Στο πλαίσιο της δουλειάς μου, επιδιώκω να συναντώ και να κουβεντιάζω με πολλούς – και διαφορετικούς – ανθρώπους. Τραγικό συμπέρασμα: είναι σχεδόν απίστευτο το πώς, και κατά πόσον, για ορισμένους ανθρώπους οι ζωές των άλλων αποτελούν, στην πράξη, μία terra incognita, «άγνωστη γη». Στην πολιτική, εάν ένας άνθρωπος προέρχεται από ένα παραδοσιακά «δεξιό» περιβάλλον, αδυνατεί – de facto - να συλλάβει πλήρως τι σημαίνει να φοβάσαι να αγοράσεις την εφημερίδα της αρεσκείας σου, ή να μην βρίσκεις δουλειά λόγω ελλείψεως «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων». «Χρειάστηκε να… φιλήσουμε κατουρημένες ποδιές μέχρι ένας γνωστός μας να καταφέρει να με βάλει κάπου: κουβάλαγα ασβέστη επί δέκα ώρες, κάθε μέρα, σε ένα ανεγειρόμενο κτίριο αποθηκών του Στρατού… Αυτό ήταν το καλύτερο που βρέθηκε…», θυμάμαι άλλη αφήγηση.
Όντας ανυποψίαστοι και σταθερά προσκολλημένοι στον μικρόκοσμό τους, ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων αδυνατεί να κατανοήσει τι σημαίνει να διώκεσαι για τις ιδέες σου, ή - όντας καλός άνθρωπος - να αναπτύσσεις επαφές και δεσμούς με την «παρανομία». Η μελέτη της Ιστορίας βοηθά, ασφαλώς, αλλά δεν μπορεί να σου μεταφέρει το κλίμα, την ατμόσφαιρα, τις συνέπειες της πολιτικής σου δράσης σχεδόν σε κάθε πτυχή της προσωπικής σου ζωής, στους δεσμούς τους οικογενειακούς ή και τους ερωτικούς, ακόμη…
Ένα, όμως, περιστατικό, της – ας την πούμε - Δεξιάς μυθολογίας είχε κερδίσει την ακέραιη εκτίμηση του πατέρα μου, και αφορούσε στο περίφημο χαστούκι που φερόταν να έριξε ο Καραμανλής (ένας είναι ο Καραμανλής) στην Φρειδερίκη, μέσα στα Ανάκτορα΄ όποιος δεν έχει διαβάσει τον βίο και την πολιτεία αυτής της επάρατης μέγαιρας, δεν γνωρίζει τι σημαίνει «περιφρόνηση» προς την χώρα και τον Λαό της. Στην επίσημη ιστοριογραφία, το χαστούκι του «χωριατόπαιδου από το Κιούπκιοϊ» - όπως οι παλαιοί πολιτικοί συντάκτες αποκαλούσαν τον Καραμανλή – δεν είναι καταγραμμένο. Ωστόσο, θεωρείται γεγονός με ευρύτερη αποδοχή, από όσο κατάφερα να μάθω…
Μία φωτογραφία, χωρίς λεζάντα ή συνοδευτικό κείμενο, στερημένη από το ζωντανό ιστορικό της πλαίσιο, είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να πεις ένα χοντρό – και επιτυχημένο - ψέμα. Η διάσημη (και με μεγάλη καριέρα στο Διαδίκτυο) φωτογραφία παρουσιάζει μια εικόνα της Αθήνας του 1960, αρκετά διαφορετική από την αλήθεια, υποκρύπτοντας περισσότερο παρά μαρτυρώντας την πραγματικότητα. Στην ίδια πόλη, την ίδια γιορτινή περίοδο, στους ίδιους δρόμους, την ίδια – εν τέλει – χώρα, παιζόταν μία διαφορετική, παράλληλη πραγματικότητα: τραμπούκοι να δέρνουν φοιτητές το βράδυ, κυνηγητά στους δρόμους και χαφιέδες στα γραφεία και τις υπηρεσίες, γηραιοί θυρωροί να επιβλέπουν σχολαστικά την ζωή σου και - ακόμη χειρότερα - άνθρωποι σε φυλακές και σε εξορίες, σε εκείνη την σκληρή εποχή, μερικά χρόνια πριν την δικτατορία, την εποχή του «Ανένδοτου» του Γεωργίου Παπανδρέου, και του «114» (από το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος της εποχής, «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων…».
Η κριτική, ωστόσο, που διατυπώνουμε στη συγκεκριμένη φωτογραφία και την ευρύτατη «αξιοποίησή» της από διάφορες εφημερίδες και ιστοσελίδες της εποχής μας δεν σημαίνει πως δεν είναι όμορφο αυτό που δείχνει΄ μια πρωτεύουσα πεντακάθαρη, εορτοστολισμένη, γεμάτη ζωντάνια, λαμπερά αυτοκίνητα και γεμάτα μαγαζιά. Αυτό που θλίβει, όμως, τον παρατηρητή είναι πως, μέσα στην αμεριμνησία της, η εικόνα διατυμπανίζει ένα σοβαρό ψεύδος, καθώς αν οι αναμνήσεις και οι ζωές μας αποστραγγισθούν από το ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, μετατρέπονται αυτοστιγμεί σε ζόμπι, σε αδειανά πουκάμισα, σε φτηνή προπαγάνδα.
Άλλωστε, η ίδια εκείνη εποχή, αρκετά χρόνια προτού η Ελλάδα μεταμορφωθεί από βαλκανική επαρχία σε μέλος της Ευρωζώνης και νιώσει την - πικρή, μα χρήσιμη συχνότατα - επίγευση της «απομάγευσης», έκρυβε ήδη μέσα της πολλά και διάφορα ζωτικά ψεύδη. Πολλά από αυτά συνόψιζε η διάσημη, στην εποχή της, ταινία «Η Αθήνα την νύχτα», που αυτόν ακριβώς τον σκοπό εξυπηρετούσε: να δείξει μια (ψευδεπίγραφη) Αθήνα ως σύγχρονη δυτική πρωτεύουσα, δυναμική και εξωστρεφή, όπου οι πολίτες και οι τουρίστες απολαμβάνουν ξέγνοιαστοι την νυχτερινή ζωή, τα μπουζούκια και τα μοντέρνα της ξενοδοχεία.
(...συνεχίζεται)
με την ευχή να ξαναβγεί ο ήλιος,
και να προσέχετε στον δρόμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου